- ὕπαφρος
- ὕπαφροςfrothymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύπαφρος — και δ. γρφ. ὕποφρος, ον, Α 1. ο κάπως αφρώδης 2. αυτός που έχει αφρούς από κάτω («καὶ τούτων οὐδὲν ὅτι οὐχ ὕπαφρόν ἐστι καὶ ἔχον περὶ αὐτὸ θαλάμας», Ιπποκρ.) 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπαφρον τὸ μὴ φανερόν ὕπαφρον λέγουσιν,... ἔνιοι κρύφιον καὶ… … Dictionary of Greek
ὕπαφρον — ὕπαφρος frothy masc/fem acc sg ὕπαφρος frothy neut nom/voc/acc sg ὑπάφρων somewhat stupid masc/fem voc sg ὑπάφρων somewhat stupid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπαφρα — ὕπαφρος frothy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
ύποφρος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. ὕπαφρος … Dictionary of Greek